Διάκριση ακοής και ακρόασης

images

Ακοή-Ακρόαση

Διάκριση ακοής και ακρόασης

Η ακοή είναι μια διεργασία που ξεκινάει με την είσοδο του ήχου ή της ομιλίας στον έξω ακουστικό πόρο, την παλμική στη συνέχεια κίνηση της τυμπανικής μεμβράνης, την διαδοχική κίνηση των 3 μικρότερων οσταρίων στο ανθρώπινο σώμα (σφύρα, άκμονας και αναβολέα) και την μετατόπιση των κοχλιακών υγρών που οδηγεί σε μετατροπή της μηχανικής ενέργειας σε ηλεκτρική, η οποία μεταφέρεται από τα τριχωτά κύτταρα του κοχλία με τη μορφή ηλεκτρικών δυναμικών στην κεντρική ακουστική οδό για να καταλήξει στα ακουστικά κέντρα του εγκεφαλικού φλοιού.

Η ακρόαση είναι μια δεξιότητα που προϋποθέτει εκμάθηση. Ακρόαση σημαίνει εδώ, ακούω με προσοχή.

Η επικέντρωση στην ανάπτυξη της ικανότητας ενός παιδιού να ακούει με προσοχή μπορεί να ξεκινήσει μόνο εφόσον εξασφαλιστεί η φυσιολογική ακοή. Με τον τρόπο αυτό πιστοποιείται η επιτυχής μεταφορά της ακουστικής πληροφορίας στον εγκέφαλο. Βασική προϋπόθεση επομένως της όποιας λογοθεραπευτικής ή ειδικής διαπαιδαγώγησης είναι η εξέταση για φυσιολογική ακοή και επεξεργασία της ακουστικής πληροφορίας. Διαφορετικά η προσέγγιση είναι προβληματική, η αντιμετώπιση μη επιτυχής και το αίτιο της δυσκολίας στην ανάπτυξη της ομιλίας ή την κατάκτηση της ανάγνωσης αγνοείται.

Απώλεια ακοής (βαρηκοΐα) οποιουδήποτε τύπου και βαθμού εμφανιζόμενη στη βρεφική ή παιδική ηλικία μπορεί να επηρεάσει την φυσιολογική ανάπτυξη της ομιλίας, της ανάγνωσης, της γραφής και της μαθησιακής ικανότητας (Ling 2002). Η απώλεια ακοής μειώνει, παραμορφώνει ή εξαφανίζει τους ήχους, ακόμα κι αυτούς που είναι σε κοντινή απόσταση. Οι αρνητικές επιπτώσεις της απώλειας ακοής συνήθως είναι εμφανείς, αλλά η ίδια η απώλεια ακοής μπορεί να υποτιμηθεί ή να αγνοηθεί πλήρως από τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς.

Ο άνθρωπος διαθέτει το βιολογικό υπόστρωμα για την ανάπτυξη της ομιλίας και των δεξιοτήτων της ανάγνωσης μέσω του κεντρικού ακουστικού νευρικού συστήματος. Η ανάγνωση δεν είναι μόνο αποτέλεσμα οπτικής δεξιότητας, αλλά βασικά κέντρα της φαίνεται να εδρεύουν στον ακουστικό φλοιό του εγκεφάλου (Chermak 2007). Η ανάγνωση είναι αποτέλεσμα και ακουστικής δεξιότητας. Αυτό εξηγεί γιατί παιδιά που γεννιούνται με απώλεια ακοής (βαρηκοΐα) και δεν έχουν (ή έχουν μειωμένη) έκθεση σε ακουστικά ερεθίσματα σε μικρή ηλικία, παρουσιάζουν συνήθως μεγαλύτερη δυσκολία στην κατάκτηση της ανάγνωσης παρά την φυσιολογική όραση τους. Η έγκαιρη έκθεση του παιδιού σε ήχους με σημασιολογικό περιεχόμενο (ήχους ομιλίας) και η επακόλουθη επικέντρωση της προσοχής του παιδιού στον ήχο, προσφέρει στο παιδί την βέλτιστη ευκαιρία ώστε να αναπτύξει την ομιλία και τις γλωσσικές και μαθησιακές δεξιότητες που θα του χρειαστούν και στην ενήλικη ζωή.

Όλες οι δεξιότητες του παιδιού αποκτώνται με εξάσκηση:

Το παιδί μαθαίνει

– να περπατά μετά από εξάσκηση

– να ακούει με προσοχή μετά από εξάσκηση

– να μιλάει μετά από εξάσκηση

Η εξάσκηση απαιτείται για την κατάκτηση κάθε δεξιότητας στον χρόνο που αυτή είναι βιολογικά προγραμματισμένη. Αν για κάποιο λόγο κάποια δεξιότητα δεν κατακτηθεί στον ‘ιδανικό’ βιολογικά χρόνο, τότε η προσπάθεια αποκατάστασης της σε μεταγενέστερο χρόνο, προϋποθέτει μεγαλύτερη προσπάθεια και πιθανότατα χαμηλότερο επίπεδο ικανότητας ως προς την συγκεκριμένη δεξιότητα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός πώς το παιδί είναι τώρα ψυχοκοινωνικά και νευρολογικά σε απόκλιση από την τυπική αναπτυξιακή διαδικασία. Ανάλογο είναι και το μοντέλο για την ανάπτυξη των ακουστικών δεξιοτήτων.

Στην ηλικία του ενός έτους και μετά από έκθεση 12 μηνών (ή 16 αν υπολογιστούν και οι μήνες που το έμβρυο ακούει πριν γεννηθεί) σε ακουστικά ερεθίσματα με σημασιολογικό περιεχόμενο και διαδραστικό τρόπο, το παιδί με φυσιολογική ακοή εκφέρει λέξεις. Ο χρόνος της έκθεσης στα ακουστικά ερεθίσματα είναι καθοριστικός και δεν μπορεί να παραληφθεί. Ο εγκέφαλος χρειάζεται τον χρόνο αυτό για να οργανωθεί επιτυχώς γύρω από την ομιλία.